- ἐπαφροδίτῳ
- ἐπαφροδί̱τῳ , ἐπαφρόδιτοςlovelymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπαφροδίτῳ — Ἐπαφρόδιτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)